συντονίαν

συντονίαν
συντονίᾱν , συντονία
tension
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συντονία — η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντονία Α [σύντονος] νεοελλ. 1. συντονισμός 2. μουσ. συμφωνία τόνου μσν. αρχ. επίταση αρχ. 1. σύντονη ενέργεια 2. ένταση, τέντωμα 3. συμφωνία («τὴν τῶν οὐρανίων πρὸς τὰ ἐπίγεια σύμπνοιαν καὶ συντονίαν», Χρύσ. Στωικ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”